βαμβάκι

βαμβάκι
Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και μπαμπάκι). Από τα 10 είδη του γένους γοσύπιο δύο βασικά είδη καλλιεργούνται, με διάφορες ποικιλίες και παραλλαγές, για την παραγωγή β. Είναι το γοσύπιο το ποώδες και το γοσύπιο τοβαρβαδινό. Το πρώτο είδος, ασιατικής προέλευσης, είναι περισσότερο διαδεδομένο και καλλιεργείται στη Βόρεια Αμερική, τη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα, την Αίγυπτο και τη Ρωσία. Είναι μονοετές, διετές ή πολυετές, ύψους 0,70-1 μ., με βλαστό όρθιο, διακλαδιζόμενο. Έχει φύλλα μακρόμισχα, μεγάλα, με 3-5 λοβούς και χείλη ακέραια. Τα άνθη του είναι μεγάλα, μοναχικά, μασχαλιαία, με πέντε πέταλα υπόλευκα ή ωχροκίτρινα και με κάλυκα λευκοειδή, εμφανή. Ο καρπός του είναι κάψα (καρύδι ή καρύκι), ωοειδής και μυτερή, η οποία ανοίγει σε τρεις λοβούς. Περιέχει πολλά μικρά σπέρματα σκεπασμένα με άφθονες μακρές ίνες, λευκές, μετάξινες. Όταν η κάψα ωριμάσει, η μεγάλη υγροσκοπικότητα των ινών την εξαναγκάζει ν’ ανοίξει και η μάζα του β. αποκαλύπτεται. Τότε συλλέγονται οι ανοιχτοί καρποί. Το σύσπορο (σπόροι και ίνες) β. εκκοκκίζεται με μηχανικά μέσα και διαχωρίζεται σε ποιότητες, ανάλογα με το μήκος των ινών, την απαλότητα, την ελαστικότητα και τη στιλπνότητά τους. Το έτοιμο προϊόν καταλήγει στα νηματουργεία και στα υφαντουργεία. Το γοσύπιο το βαρβαδινό, αμερικανικής προέλευσης, έχει πιο μακριές ίνες (20-50 χιλιοστά). Άλλα είδη που καλλιεργούνται σε μικρότερη κλίμακα για την παραγωγή β. είναι το γοσύπιο το αδρότριχον και το γοσύπιο το δενδρώδες. Ιστορία.Οι πρώτες πληροφορίες για τη χρησιμοποίηση των ινών του β. προέρχονται από τον Ηρόδοτο («είρια από ξύλου και είματα από ξύλου»), αλλά τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά αποκαλύπτουν ότι στην κοιλάδα του Νείλου το β. ήταν ήδη γνωστό και κατασκεύαζαν από αυτό υφάσματα πολλούς αιώνες νωρίτερα. Ο Θεόφραστος περιγράφει το φυτό και την καλλιέργειά του στην Ινδία και την Αραβία. Στον ελληνικό χώρο πρωτοήρθε από την Ασία κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η καλλιέργειά του εξαπλώθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου από τους Σαρακηνούς και σιγά-σιγά γινόταν συστηματική. Στην Κεντρική Αμερική, η καλλιέργειά του ήταν γνωστή στους Αζτέκους, αλλά η διάδοσή του στις ΗΠΑ (που έχουν τώρα τη μεγαλύτερη παραγωγή του κόσμου) είναι σχετικά πρόσφατη. Άρχισε τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι. στη Βιρτζίνια και επεκτάθηκε στην Καρολίνα, στη Γεωργία και στη Λουιζιάνα. Κατά τα τέλη του αιώνα, η καλλιέργειά του ανθούσε στις πολιτείες του Τενεσί, της Αλαμπάμα, της Φλόριντα και του Μισισιπή. Εμπορία.Το β. συλλέγεται αμέσως μόλις ωριμάσει και σπάσει η κάψα. Τότε, οι ίνες που περιβάλλουν τα σπέρματα, βγαίνουν μέσα από τα ανοιγμένα χωρίσματα. Το μήκος των ινών ποικίλλει από 10 έως 50 χιλιοστά και σε εξαιρετικά είδη φτάνει τα 60 χιλιοστά, ενώ η διάμετρός τους ποικίλλει από 14 έως 18 μικρά. Οι διαστάσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία για την εμπορική ταξινόμηση του β. Όσο πιο μικρές, λεπτές και ανθεκτικές είναι οι ίνες, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή του νήματος. Μακρόινα θεωρούνται από 21 έως 50 χιλιοστά και βραχύινα από 10 έως 20 χιλιοστά. Στη μικροσκοπική εξέταση φαίνονται ως σπειροειδείς ταινίες με στιλπνές άκρες. Η ιδιότητα αυτή καθορίζεται από την επαρκή ή όχι τροφοδοσία της ίνας σε κυτταρικό χυμό, που αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες για τον καλύτερο σχηματισμό, την αντοχή και την ελαστικότητα των νημάτων. Η ίνα του β. αποτελείται από σχεδόν καθαρή κυτταρίνη και περιβάλλεται από ένα λεπτότατο σκληρό στρώμα από πηκτίνες, κερί και λίπος, που της δίνει στιλπνότητα, απαλότητα στην αφή και την κάνει πραγματικά αδιάβροχη. Για να διακρίνουν τα νήματα που προέρχονται από β. από τα νήματα άλλων ινών, τα υποβάλλουν σε ελέγχους. Το β. όταν καίεται αναδίδει οσμή παρόμοια με του χαρτιού. Αν εμβαπτιστεί για δύο ώρες σε θειικό οξύ (58° Μπομέ) διαλύεται τελείως. Τα νήματα από β., αν εμβαπτιστούν για δύο λεπτά σε θειικό οξύ, δεν διαλύονται, αλλά φθείρονται τόσο πολύ, ώστε όταν τα πλύνουμε με καθαρό νερό, θρυμματίζονται. Καλύτερης ποιότητας θεωρούνται τα β. της Βόρειας Αμερικής και μεταξύ αυτών την πρώτη θέση κατέχουν αυτά της Σι Άιλαντ ή της Γεωργίας, με μήκος ινών πάνω από 50 χιλιοστά και με όλα τα άλλα πλεονεκτήματα, δηλαδή λεπτότητα, αντοχή, ελαστικότητα, στιλπνότητα και ομοιομορφία. Εκτιμώνται επίσης και τα αφρικανικά β. με πρώτο την ποικιλία μακόjumel, που καλλιεργείται στο Δέλτα του Νείλου. Σημαντικό ρόλο στο εμπόριο του β. έπαιξαν οι Έλληνες, τον 19o αι. στην Αίγυπτο (κυρίως οι Πηλιορείτες), εφευρέτες νέων ποικιλιών (Σακελλαρίδης, Βόλος κ.ά.). Νηματοποίηση.Το εκκοκκισμένο β., συσκευασμένο σε μπάλες, μεταφέρεται από τις φυτείες στα βαμβακοκλωστήρια όπου μετατρέπεται σε νήματα και υφάσματα. Η βασική εργασία για τη νηματοποίηση είναι το ξάσιμολανάρισμα, που συνίσταται στην τακτοποίηση μιας ορισμένης ποσότητας ινών σε μια δέσμη με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μήκος. Η εργασία αυτή γινόταν άλλοτε με το χέρι. Έπαιρναν μια ποσότητα β. και με κατάλληλες κινήσεις σχημάτιζαν μικρή δέσμη από ίνες παράλληλες και όσο το δυνατόν πιο λεπτή. Άλλες βασικές εργασίες κατά τη νηματοποίηση είναι το ζευγάρωμα και το στρίψιμο. Με το ζευγάρωμα επιτυγχάνονται, στις διαδοχικές φάσεις της επεξεργασίας, τα διάφορα είδη: η βάτα, η ταινία, το φιτίλι και τελικά το νήμα, που πρέπει να είναι κατά το δυνατόν πιο κανονικό και ομοιόμορφο, να περιέχει δηλαδή, με τη μεγαλύτερη προσέγγιση, τον ίδιο αριθμό ινών σε κάθε τμήμα του. Το στρίψιμο γίνεται στα φιτίλια και στα νήματα για να τους δώσει στερεότητα και αντοχή. Κι αυτό διότι, αν οι ίνες ήταν τοποθετημένες παράλληλα –ενωμένες μόνο με την πίεση– το νήμα θα κοβόταν στο παραμικρό τέντωμα καθώς η μία ίνα θα γλιστρούσε πάνω στην άλλη. Το νήμα αποκτά μεγαλύτερη αντοχή όσο καλύτερα έχουν στριφτεί οι ίνες του. Στο κλωστήριο, οι μπάλες του β., αφού ελεγχθούν, περνούν από την πρώτη μηχανή, τον δεματοθραύστη όπου το β. αποσυμπιέζεται και καθαρίζεται χονδρικά από τις ξένες ύλες, όπως είναι οι φλοιοί και οι σπόροι. Μετά το πέρασμα από τον φορτωτή-αναμείκτη, όπου επιδιώκεται η ομοιογένεια των χαρακτηριστικών κάθε παρτίδας, η ανοίκτρια και η τινάκτρια αραιώνουν περισσότερο το πιεσμένο β. και αφαιρούν κάθε άσχετη ύλη που είναι ακόμα προσκολλημένη στις ίνες. Η ξαντική μηχανή το καθαρίζει σε βάθος, φτάνοντας μέχρι τις μεμονωμένες ίνες και μετατρέπει τον ιστό σε ταινία (κορδέλα), που είναι η πρώτη φάση της κλωστής. Για να προκύψουν νήματα ποιότητας, η κορδέλα υφίσταται σε αυτό το στάδιο το χτένισμα. Αμέσως μετά αρχίζει το λανάρισμα και ταυτόχρονα η παράλληλη τοποθέτηση των ινών της κορδέλας, καθώς επίσης και το απαραίτητο ζευγάρωμα, για να αποκτήσει μια ομοιομορφία σε όλο το μήκος της. Οι κορδέλες που προέρχονται από τα λανάρια εκλεπτύνονται περνώντας σε ένα ή περισσότερα αδράκτια, όπου μετατρέπονται σε λεπτά φιτίλια και δέχονται το πρώτο στρίψιμο. Τα φιτίλια υφίστανται την τελική εργασία στις κλώστριες, που τα μετατρέπουν σε νήμα. Για ειδικές χρήσεις και για την παραγωγή προϊόντων πιο ανθεκτικών και ανώτερης ποιότητας, δυο ή περισσότερα νήματα συνενώνονται και ξαναστρίβονται στις κλώστριες. Το νήμα που κατασκευάστηκε, αφού αποκτήσει την εμπορική υγρασία, γύρω στο 8,5%, αποστέλλεται στις βιομηχανίες μετατροπής, στα πλεκτήρια και στα υφαντήρια. Οι σύγχρονες βαμβακοβιομηχανίες συμπληρώνουν ολόκληρο τον κύκλο της διαδικασίας, από το ακατέργαστο β. έως τα έτοιμα υφάσματα. Οικονομία.Το β. καλλιεργείται για τις ίνες και τους σπόρους του. Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή σπόρου ξεπερνούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα 35 εκατομμύρια τόνους. Τη μεγαλύτερη εξαγωγή βαμβακόσπορου πραγματοποιούν οι χώρες της νοτιοδυτικής Ασίας, με πρώτη την Κίνα, ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ και τις ασιατικές δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Άλλες σημαντικές χώρες παραγωγής β. είναι το Πακιστάν, η Ινδία, η Αίγυπτος και η Βραζιλία. Οι κυριότερες αγορές β. είναι αυτές της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας. Ο βαμβακόσπορος παρέχει με έκθλιψη λάδι κατάλληλο για τη λίπανση των μηχανών, τη σαπωνοποιία· όταν εξευγενιστεί είναι βρώσιμο. Στο εμπόριο του βαμβακέλαιου, η ετήσια παραγωγή του οποίου σε όλο τον κόσμο ξεπερνά τους 100.000 τόνους, πρώτες έρχονται οι ΗΠΑ με το 80% της παγκοσμίως διακινουμένης ποσότητας. Ακολουθούν, σε μεγάλη απόσταση, η Αίγυπτος, το Σουδάν, η Moζαμβίκη και η Ουγκάντα. Οι κυριότερες εισαγωγικές χώρες είναι ο Καναδάς, η Μεγάλη Βρετανία, οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία και η Ιαπωνία. Η μέση ετήσια παραγωγή εκκοκκισμένου β. είναι περίπου 20 εκατομμύρια τόνοι. Στις ΗΠΑ, η ζώνη καλλιέργειας του β. τείνει να μετακινηθεί προς τα δυτικά, στις αρδευόμενες περιοχές στο Τέξας, την Αριζόνα και την Καλιφόρνια. Στην Κίνα, η καλλιέργεια του β. άρχισε στα τέλη του 15ου αι. και διαδόθηκε στις επαρχίες Χοπέι, Σανσί, Χονάν κ.ά. Στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, β. παράγεται στην καυκασιανή ζώνη (στιος δημοκρατίες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν) και στην κεντρική Ασία (Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Καζακστάν). Στην Ινδία, κυρίως σε γόνιμα εδάφη του βορειοδυτικού Ντεκάν και στη χερσόνησο Καθιαβάρ, στο Μεξικό, στις πολιτείες Ταμαουλίπας, Σονόρα, Τσιουάουα, στην Κοιλάδα του Νείλου στην Αίγυπτο, στη Βραζιλία στις πολιτείες Σεαρά, Ρίο Γκράντε ντου Νόρτε. Στην Τουρκία, καλλιεργείται στην πεδιάδα των Αδάνων και στις κοιλάδες των ποταμών που εκβάλλουν στο Αιγαίο. Ιστορικά, η παραγωγή β. έχει συνδεθεί με την εξασφάλιση φτηνών εργατικών χεριών, παρά την εκβιομηχάνιση μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παράδοση των μαύρων δούλων στις βαμβακοφυτείες του Νότου των ΗΠΑ, φαινόμενο με το οποίο έχουν συνδεθεί ακόμα και πολιτιστικές εκδηλώσεις (η μουσική τζαζ και μπλουζ στις αρχές του περασμένου αιώνα). Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη η μετατόπιση των πρωτείων της παραγωγής β., ιδίως τη δεκαετία του 1990, από την ακριβή Βόρεια Αμερική στη φτηνή Κίνα και στην Ινδία. Οι κυριότερες χώρες εξαγωγής β. είναι πλέον η Κίνα, η Ινδία και οι ΗΠΑ, ενώ ακολουθούν η Αίγυπτος, το Μεξικό, το Πακιστάν, η Βραζιλία, το Περού και η Τουρκία. Β. εισάγουν σε μεγάλες ποσότητες οι προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και η Ιαπωνία. Στην Ελλάδα, η παραγωγή του αναπτύχθηκε τα τελευταία προπολεμικά χρόνια και κυρίως κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Έτσι, η καλλιεργούμενη με β. έκταση αυξήθηκε και έγινε σημαντικό εξαγώγιμο γεωργικό προϊόν μετά τον καπνό. Περίπου το 90% της συνολικής παραγωγής β., που έφτασε το 1994 τους 1.221.398 τόνους, προέρχεται από τέσσερις νομούς της Μακεδονίας (Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Σερρών και Πέλλας), τρεις της Θεσσαλίας (Καρδίτσας, Λάρισας και Τρικάλων) και δύο της Στερεάς Ελλάδας (Βοιωτίας και Φθιώτιδας). Καλλιεργούμενες ποικιλίες: 4S, η οποία είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα εκτός από τη Λήμνο, την Πελοπόννησο και το Μεσολόγγι –όπου καλλιεργείται η Άκαλα 4-42, από το 1933. Η μεγάλη πρόοδος της βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος σε δύο ιδρύματα: στον Εθνικό Οργανισμό Βάμβακα (1931), που έχει σκοπό τη μελέτη των προβλημάτων της καλλιέργειας και την παραπέρα εκμετάλλευση του β., και το Ινστιτούτο Βάμβακα Σίνδου, που ασχολείται με επιστημονικές έρευνες πάνω σε θέματα καλλιέργειας και βαμβακουργίας. Η βαμβακουργία, δηλαδή η βιομηχανία επεξεργασίας του β. για την παραγωγή νημάτων και υφασμάτων είναι από τους σπουδαιότερους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας με πολλές σύγχρονες και μεγάλες μονάδες, αλλά τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού. Από το β. παράγεται εξάλλου και λάδι, το γνωστό βαμβακέλαιομπαμπακόλαδο. άγριες βαμβακιές. Με την ονομασία αυτή, ή και ως αγριομπαμπακιά, αναφέρονται διάφορα φυτά. Ένα από αυτά, το χρωτοφόρο το βερμπασκόφυλλο, ανήκει στην οικογένεια των ευφορβιιδών. Είναι μονοετής πόα, με βλαστό πολύκλαδο και φύλλα με μίσχο, ωοειδή. Ο καρπός του είναι κάψα όρθια. Είναι κοινό σε βραχώδεις περιοχές στη Θεσσαλία και στη νότια Ελλάδα. Ένα άλλο φυτό, το χρωζοφόρο το βαφικό της οικογένειας των ευφορβιιδών, είναι μονοετής πόα, ύψους 10-40 εκ., με όρθιο βλαστό και απλωτές διακλαδώσεις. Έχει φύλλα ρομβοειδή και ο καρπός του είναι κάψα κρεμαστή. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα και χέρσα χωράφια, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Από τον χυμό του φυτού αυτού παίρνουμε με την αντίδραση με αμμωνία, τέφρα και ασβέστη, την κυανή χρωστική ουσία που είναι γνωστή με την ονομασία ηλιοτρόπιο και με την οποία κατασκευάζεται το χαρτί του ηλιοτροπίου, που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ανίχνευση χημικών παρασκευασμάτων. Ανθισμένος βλαστός βαμβακιού. Ανοιγμένη κάψα βαμβακιού. Συλλογή βαμβακιού με τον παραδοσιακό τρόπο. Η αρχική φάση επεξεργασίας του βαμβακιού, όταν αυτό ξαίνεται. Το βαμβάκι καθαρίζεται από τις ακάθαρτες ύλες σε ειδική συσκευή με τη μορφή κυλίνδρου. Καθαρισμός βαμβακιού σε ειδική συσκευή με τη μορφή αδραχτιών. Μετά τον καθαρισμό του σε ειδικές συσκευές, το βαμβάκι αποκτά ομοιογένεια και μετατρέπεται σε φιτίλι, έτοιμο για το κλώσιμο. Το εκκοκκισμένο βαμβάκι, συσκευασμένο σε μπάλες, μεταφέρεται από τις φυτείες στα βαμβακοκλωστήρια, όπου μετατρέπεται σε νήματα και υφάσματα. Καλύτερης ποιότητας θεωρούνται τα βαμβάκια της Βόρειας Αμερικής και, μεταξύ αυτών, την πρώτη θέση κατέχουν αυτά της Σι Άιλαντ ή της Γεωργίας, με μήκος ινών πάνω από 50 χιλιοστά και με όλα τα άλλα πλεονεκτήματα, δηλαδή λεπτότητα, αντοχή, ελαστικότητα, στιλπνότητα και ομοιομορφία. Τα φιτίλια βαμβακιού υφίστανται την τελική εργασία στις κλώστριες που τα μετατρέπουν σε νήμα. Για ειδικές χρήσεις και για την παραγωγή προϊόντων πιο ανθεκτικών και ανώτερης ποιότητας, δύο ή περισσότερα νήματα συνενώνονται και ξαναστρίβονται στις κλώστριες. Η ειδική μηχανή, όπου σχηματίζεται το ύφασμα, που το αποτελούν χιλιάδες νήματα βαμβακιού. Συλλογή βαμβακιού με σύγχρονα μέσα. Συγκέντρωση βαμβακιού στην περιοχή της Μαχαράστρα στην Ινδία, όπου το πολύτιμο αυτό προϊόν καλλιεργείται εντατικά. Ζύγισμα βαμβακιού σε ένα χωριό της Τουρκίας. Αγοραπωλησία βαμβακιού σε υπαίθρια επαρχιακή αγορά στο Μαλί. ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ Κύρια μέρη αυτής της μηχανής, η οποία αντικαθιστά τη χειρωνακτική εργασία πολλών ανθρώπων, είναι τα οδοντωτά αδράχτια (1) που συλλέγουν τα ανοιχτά καρύδια του φυτού. Οι ελαστικοί κύλινδροι (2) παίρνουν τα καρύδια από τα οδοντωτά αδράχτια και τα οδηγούν, με ένα σύστημα αναρρόφησης, προς τον απορροφητήρα (3), ο οποίος τα φυσά δυνατά σε μια σιδερένια εσχάρα· έτσι, το βαμβάκι υποβάλλεται σε έναν πρώτο καθαρισμό. Όταν γεμίσει το κάνιστρο, αναστρέφεται με ένα υδραυλικό σύστημα (4), και το περιεχόμενό του αδειάζει σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο, που θα το μεταφέρει στο εκκοκκιστήριο.
* * *
και βαμπάκι και μπαμπάκι, το βάμβαξ (-ακος), ο (Μ βαμβάκιον και βαμβάκιν και παμπάκιον, το και βάμβαξ και βάμπαξ, ο)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών με ίνες στον καρπό
2. η κλωστική και φαρμακευτική ύλη που προέρχεται από τον καρπό του βαμβακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. βάμβαξ πιθ. < (περσ.) pambak, pamba.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βαμβακερός, βαμβάκινος
νεοελλ.
βαμβακιά, βαμβακώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. βαμβακοειδής
νεοελλ.
βαμβακέλαιο, βαμβακέμπορος, βαμβακοκάρυο, βαμβακοκλωστήριο, βαμβακοκομία, βαμβακόλαδο, βαμβακομέταξος, βαμβακομηχανή, βαμβακόπιτα, βαμβακόσπορος, βαμβακουργία, βαμβακοϋφαντουργία, βαμβακοφυτεία
(Β' συνθετικό) κολλοδιοβάμβακας, νιτροβάμβακας, ξυλοβάμβακας, υαλοβάμβακας, χαρτοβάμβακας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαμβάκι — βαμβάκι, το και μπαμπάκι, το 1. το φυτό το οποίο παράγει το βαμβάκι: Στη Θεσσαλία καλλιεργούν μπαμπάκι. 2. η λευκή κλωστική ύλη που βγαίνει από την μπαμπακιά και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην υφαντουργία, τη φαρμακευτική και για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • ακόκκιστος — η, ο λέγεται για το βαμβάκι που δεν έχει καθαριστεί από τα σπέρματά του π. χ. ακόκκιστο βαμβάκι είναι το σύσπορο βαμβάκι που λαμβάνεται απευθείας από το φυτό τής βαμβακιάς …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”